μελανισμός

μελανισμός
ο
βιολ. η δημιουργία και συγκέντρωση μελανίνης σε ορισμένα σημεία τού σώματος ή και σε ολόκληρη την επιδερμίδα (α. «φυσιολογικός μελανισμός» — η συγκέντρωση μελανίνης στην επιδερμίδα κατά την έκθεση τού ανθρώπου στο ηλιακό φως, με αποτέλεσμα το σταδιακό «μαύρισμα» του για την προστασία τού οργανισμού από τις βλαβερές ηλιακές ακτίνες
β. «παθολογικός μελανισμός» — παραγωγή και συγκέντρωση μελανίνης σε ορισμένα μέρη τού σώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις τών μελανωμάτων ή τών μελανωτικών καρκινωμάτων
γ. «βιομηχανικός μελανισμός» — μετάλλαξη που συνέβη σε ορισμένους πληθυσμούς από πεταλούδες τον 19ο αιώνα σε ορισμένες βιομηχανικές περιοχές τής Μεγάλης Βρετανίας και κατά την οποία ο κυρίαρχος γκρίζος χρωματισμός τους μετατράπηκε σε σκουρόχρωμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. melanism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • νεγρισμός — ο χρωστική ανωμαλία τού δέρματος, κατά την οποία παρουσιάζεται έντονο μαύρο χρώμα στις αρθρώσεις και ιδίως στις δερματικές πτυχώσεις, αλλ. μελανισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέγρος + ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”